Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γίνονται εὐαγέες οἱ ἄνϑρωποι

См. также в других словарях:

  • ευαγής — (I) ές (Α εὐαγής, ές) 1. αυτός που είναι απαλλαγμένος από το άγος 2. (για πρόσωπα) αγνός, καθαρός, άψογος, ανεπίληπτος, ευσεβής νεοελλ. φρ. «ευαγή ιδρύματα» τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»